Το παράδειγμα τού Αγίου Θεοδώρου τού Στουδίτου.
Ό ζηλωτής Ηγούμενος του Στουδίου, Όσιος Θεόδωρος, δις διέκοψε τήν κοινωνίαν πρός δύο Πατριάρχας Κων/πόλεως, λόγω της Μοιχειανικής αίρέσεως, ή όποία κατα τόν ίδιον είναι «άνατροπή του παντός μέχρι του Άντιχρίστου» (P.G. 99, 1025).
Και όμως δεν έθεσε ζήτημα άκυρότητος τών Μυστηρίων. "Οτε δε έπανέλαβε τήν κοινωνίαν, έκοινώνει μετα τών Πατριαρχών «φιλία τε θερμοτέρα» μετα πνευματικης εύφροσύνης» (P.G. 99, 165, 257).
Ή προϋπάρχουσα καταδίκη.
Υποστηρίζουν τινες έν απλότητι, ότι δεν ύφίσταται άνάγκη συνοδικης διαγνώσεως, έφ’ όσον ή ’Εκκλησία εις τό παρελθόν κατεδίκασε τήν νυν κηρυσσομένην καινοτομίαν η αίρεσιν.
ΕΙς τήν περίπτωσιν όμως είδικώς του Όσίου Θεοδώρου βλέπομεν τό άντίθετον. Ουτος δεν έθεσε ζήτημα άκυρότητος τών Μυστηρίων, παρ’ όλον ότι ή Μοιχειανική αίρεσις ώς άθέτησις του Εύαγγελικου και Κανονικου Νόμου είχε καταδικάσθη πρότερον παρα της ’Εκκλησίας και γενικώς και είδικώς. Γενικώς π.χ. δια του Α' Κανόνος της Αγίας Β' Οίκουμενικης Συνόδου.
Δι’ αύτου έντελλόμεθα οί Χριστιανοί, όπως άναθεματίζομεν «πασαν αίρεσιν». Και είδικώς κατεκρίθη ή Κανονομαχική αυτη αίρεσις, ώς π.χ. δια του Β' Κανόνος της Αγίας ΣΤ' Οίκουμενικης Συνόδου. Δι’ αύτου όρίζεται, «εί δέ τις αλώ (συλληφθή) Κανόνα τινα» «καινοτομών η άνατρέπειν έπιχειρων, ύπεύθυνος έσται κατά τον τοιοϋτον Κανόνα», δηλαδή ώς έρμηνεύει ό 'Αγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, «Ούτος νά λαμβάνη το έπιτίμιον όπου έχει ό Κανών έκείνος».
Τό άρμόδιον εκκλησιαστικόν οργανον.
Διατί όμως ό όμολογητής "Οσιος Θεόδωρος έτήρει τήν προαναφερθείσαν στάσιν, αν και είχε προηγηθη καταδίκη της κακοδοξίας ύπο της ’Εκκλησίας;
Διότι κατά τήν Παράδοσιν της ’Ορθοδοξίας, τά έπιτίμια των Ίερων Κανόνων έπιβάλλονται ύπο τοϋ τρίτου προσώπου, ήτοι τοϋ αρμοδίου έκκλησιαστικοϋ όργάνου, ώς είναι ή έκάστοτε Σύνοδος.
Πρωτον πρόσωπον νοείται ή έκδουσα τον Κανόνα Οίκουμενική Σύνοδος,
δεύτερον ό παραβάτης τούτου, και τρίτον ό κριτής.
«Αν ή Σύνοδος», γράφει ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, «δέν ένεργήση έμπράκτως τήν καθαίρεσιν των Ιερέων, η τον άφορισμόν, η τον άναθεματισμον των λαϊκων, οΐ Ιερείς αύτοι και οΐ λαϊκοι ούτε καθηρημένοι είναι ένεργεία, ούτε άφωρισμένοι η άναθεματισμένοι».
Είναι «ύπόδικοι όμως, έδω μέν (είς τήν παρουσαν ζωήν) είς τήν καθαίρεσιν και άφορισμον η άναθεματισμόν, έκεί δέ (είς τήν μέλλουσαν ζωήν) είς τήν θείαν δίκην».
Συμπληρώνων δέ ό αύτος ζηλωτής Άγιος (είς τήν ύποσημ. 2 της έρμηνείας τοϋ Γ Κανόνος των Αγίων ’Αποστόλων), λέγει χαρακτηριστικως: «Αύτοι οι ίδιοι θείοι ’Απόστολοι φανερά έξηγουσι τον έαυτόν τους μέ τον ΜΣΤ' Κανόνα τους, έπειδή δέν λέγουσι πώς ηδη εύθυς ένεργεία εύρίσκεται καθηρημένος, όποιος ’Επίσκοπος η Πρεσβύτερος δεχθη το των αίρετικων βάπτισμα, άλλά καθαιρείσθαι προστάσσομεν, ηγουν νά παρασταθή είς κρίσιν, και αν άποδειχθή πώς τοϋτο έκαμε, τότε ας γυμνωθή μέ τήν ίδικήν σας άπόφασιν άπο τήν ιερωσύνην, τουτο προστάσσομεν».
Τοϋτο συνάδει και προς τον ΙΕ Κανόνα της ΑΒ' Συνόδου, ό όποίος έπαινεί τήν άποτείχισιν «προ συνοδικης διαγνώσεως», έκ του κηρύσσοντος αίρεσιν έπισκόπου. Λέγει «προ συνοδικης διαγνώσεως», διότι αυτη προϋποτίθεται βεβαίως και διά τον κηρύξαντα αίρεσιν.
Κατακριθεισα και μη κατακριθεισα αίρεσις.
Διά τον λόγον αύτον βεβαίως ό Αγιος Θεόδωρος ό Στουδίτης έγραφεν, ότι ή κοινωνία προς τήν ηδη κατακριθείσαν έπι των ήμερων αύτου αίρεσιν της είκονομαχίας είναι «άλλοτρίωσις Χριστου» (P.G. 99, 1276).
Ή δέ των κατακριθέντων είκονομάχων λεγομένη θεία κοινωνία δέν είναι απλως «κοινος άρτος, άλλά φάρμακον (δηλητήριον), ψυχήν μελαίνον και σκοτίζον» (P.G. 99, 1189).
Δια τους μη κριθεντας δε τότε μοιχειανους έλεγε: «’Εκ παντος ίερεως άδιαβλήτου μεταλαμβάνομεν. Δια τουτο δε έκ του (ίερεως) ’Ιωσηφ ου μεταλαμβανομεν, ώς διαβεβλημενου αυτου δημοσία. Διαβεβλημενοι δ’ αν ειεν (θα είναι) παντως (βεβαίως) και οί τούτω συλλειτουργουντες» (P.G. 99, 1065-1068).
Ή περίπτωσις τών Αρμενίων.
Ό Ίσαακ ’Αρμενίας γραφει, ότι οί Χριστιανοί ’Αρμενιοι «έξεκλιναν» άπο «τας παραδόσεις του αγίου Γρηγορίου (’Αρμενίας) και τών άλλων Πατερων». Μετα τών άλλων δε, μετεθεσαν και έορτας. Και όμως έπειδη «περί την πίστιν και την Σύνοδον την έν Χαλκηδόνι και περ'ι τας δύο φύσεις τας έν Χριστώ τω Θεω ημών ουδεμίαν άμφιβολίαν ειχον, έως έτών ργ' (103) άπο της Συνόδου της έν Χαλκηδόνι», έκοινώνουν μετα της ’Εκκλησίας.
Ή δε ’Ορθόδοξος ’Εκκλησία, κατα το χρονικον τουτο διαστημα, δεν έθεώρει τα έκείνων Μυστήρια άκυρα, έως ότου αυτοι «άπεστατησαν άπο της κοινωνίας» της ’Ορθοδοξίας, άθετήσαντες την 'Αγίαν Δ' ΟΙκουμενικην Σύνοδον (P.G. 132, 1256, 1257).
Μετα την σύντομον έκθεσιν τών άνωτερω, ταπεινώς φρονουμεν ότι κακώς τίθεται θεμα έγκυρότητος τών Μυστηρίων.
’Επιβαλλεται λοιπον να βαδίσωμεν την «βασιλικη όδον» και μη παρεκκλίνωμεν άπο τα «όρια» τα «αιώνια», «α έθεντο οί Πατερες» ημών (Παροιμ. κβ' 28).
Αυτη δε η «βασιλικη όδος» ειναι η καλη και άναγκαία και πατροπαραδοτος ένστασις δια της άποτειχίσεως έκ τών καινοτόμων και αίρετικών.
’Επίσης η συγκρότησις του άκαινοτομήτου πληρώματος, του όποίου η θεαρεστος διαποίμανσις Χαριτι Θεία, έν άγαπη και ταπεινώσει, θα δίδη την καλυτεραν μαρτυρίαν Πίστεως, ίνα κοπαση ό σαλος μεταξυ τών ’Ορθοδόξων.
Και ουτω θα άποσοβώνται οί μερισμοι και τα σχίσματα, και αί καινοτομίαι έν ονόματι του άγώνος κατα της καινοτομίας, η πτώσις έκ δεξιών, η άπομακρυνσις έκ της άληθείας, της άγαπης και της χαριτος του Σωτηρος ημών Χριστου, η διασπασις συνεχώς είς άλληλομαχομενας παραταξεις, και ώς έκ τούτου ό σκανδαλισμος και η άπώλεια τών ψυχών.
Αλλωστε την «βασιλικην όδον» ταύτην έβαδιζεν άνεκαθεν και η Ρωσικη Διασπορα ύπο τον Μητροπολίτην Φιλαρετον, ήτις προ του 1965 (άρσις άναθεματων) έκοινώνει μετα τών Νεοημερολογιτών.
Τον δε Σεπτέμβριον του 1974 άπεφάνθη ώς έξής:
«Αναφορικώς δε προς την έρώτησιν τής ύπάρξεως η μη Χάριτος έν τοίς Νεοημερολογίταις, ή ’Ορθόδοξος Διασπορα δεν θεωρεί έαυτην η οίανδήποτε τοπικην ’Εκκλησίαν ότι έχει την αυθεντίαν μιας τελικής άποφάσεως, έως ου εις όριστικος κανών έπι του προκειμένου γίνη μόνον ύπο μιας κανονικώς συγκληθείσης άρμοδίας Οικουμενικής Συνόδου, ύπο την άπαραίτητον συμμετοχην μιας έλευθέρας Ρωσικής ’Εκκλησίας».
«Και εάν δεν συνέλθη Σύνοδος ’Ορθοδόξων;»
Αύτό το έρώτημα φέρεται συνήθως, ώς δήθεν Ισχυρον έπιχείρημα ύπο τών ύποστηρικτών του άδοκίμου κηρύγματος τής άπωλείας τής Χάριτος.
Κατα πρώτον λόγον, πρέπει να έρωτήσωμεν έαυτους κατα πόσον συνεβάλομεν εις το να συγκροτηθή ή ποθητή Σύνοδος.
Κατα δεύτερον λόγον, ή τυχον άπάντησις εις το τεθεν άνωτέρω έρώτημα, ότι δύναται πας τις να κηρύττη τους καινοτομούντας έκπτώτους τής Θείας Χάριτος, προ συνοδικής διαγνώσεως, ειναι άντιπαραδοσιακή.
Ταπεινώς φρονουμεν ότι μία τοιαύτη ένέργεια ειναι άτοπος και άντιεκκλησιαστική, και δι' άλλους, άλλα ειδικώς δια τους έξής λόγους.
Προς κρίσιν και άπόφασιν κατά τινος άπαιτειται συγκρότησις δικαστηρίου ύπο προσώπων άρμοδίων να κρίνουν, παρισταμένων και τών ύπο κρίσιν προσώπων.
Εϊμεθα σήμερον ήμείς οί όλίγοι άρμόδιοι;
Δυνάμεθα ήμείς να καλέσωμεν τους ύπο κρίσιν;
Έχομεν την σύμφωνον γνώμην όλων τών άπανταχου τής Οικουμένης άγωνιζομένων αυτην την στιγμην τον καλον άγώνα τής Πίστεως ’Ορθοδόξων Χριστιανών;
Γνωρίζομεν τα άδηλα και τα κρύφια τών ύφ ήμών ευκόλως και συλλήβδην κατακρινομένων, οί όποίοι εις δεδομένην στιγμην θα προσχωρήσουν εις την παρεμβολην τών καλώς ένισταμένων ’Ορθοδόξων;
'Η ’Ορθοδοξία μας έδωκεν άπάντησιν είς το έν λόγω έρώτημα.
"Οταν ή συνοδική κρίσις καινοτομούντων και αίρετιζόντων καθυστερή ή προβλέπεται έκ τών πραγμάτων άδύνατος, οί ’Ορθόδοξοι διασώζονται είς Τόπον Θεου, καταφεύγοντες είς Αύτον διά της κανονικης άποτειχίσεως και του άντιαιρετικου άγώνος.
Δεν άνήκει είς ήμας μία τοιαύτη κρίσις. Είς ήμας επιβάλλεται να άποτειχισθώμεν εκ τών μετεχόντων είς την άποστασίαν κατα της Άληθείας και να ένωθώμεν με τους ομόφρονάς μας. Να μη προκαλώμεν μεγαλυτέραν διάστασιν και εμπόδια δια μίαν κατα Θεον συνεννόησιν και συνεργασίαν με εκείνους, οί οποίοι στέργουν μεν τας Πατερικάς φωνάς, άλλ’ εχουν άκολουθήσει άκουσίως τους καινοτόμους και χρειάζονται βοήθειαν, κατανόησιν και άγάπην δια να άπομακρυνθουν τελείως άπο την πλάνην και το ψευδος.