Όσο αφορα τους  ησχηρησμους των Παλαιοημερολγητων οτι το Ημερολογιο εχει καταδικαστη 
          απο 3 οικουμ. Συνόδους                  κατεβασμα αρχείου εδω 



            
                                σελ.2
https://www.ecclesiagoc.gr/index.php/%CE%B5%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7/%E1%BC%84%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC/2093-logos-makariotatou-agia-theofaneia-2023

το λινκ στην ιστοσελιδα των γοχ

Ὁμιλία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Καλλινίκου στόν Συνοδικό Ἑορτασμό τῶν Ἁγίων Θεοφανείων
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς.
Πανοσιολογιώτατοι, Αἰδεσιμολογιώτατοι Πρεσβύτεροι.
Ἱεορλογιώτατοι Διάκονοι.
Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές.
Ἀξιότιμοι κύριοι ἐκπρόσωποι τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.
Λαέ τοῦ Θεοῦ εὐλογημένε.
 
“Σήμερον ἡ Ἱερά καί μεγαλόφωνος
τῶν Ὀρθοδόξων πανήγυρις ἀγάλλεται”
Μέ τά λόγια αὐτά ἡ Ἐκκλησία μας ἐκφράζει τά συναισθήματά της γιά τήν σημερινή γιορτή. Εἶναι συναισθήματα χαρᾶς καί εὐφροσύνης γιά τό μεγάλο αὐτό γεγονός. Ποιό εἶναι ὅμως αὐτό τό γεγονός;
Εἶναι ἡ βάπτιση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη ποταμό.


Τό νά εἶναι κάποιος μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει ὅτι πρέπει νά εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι μία. Διότι ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε ἕνα εἶναι καὶ τὸ σῶμα Του. Ἡ πεποίθηση ὅτι ὑπάρχουν πολλές ἐκκλησίες μέσω τῶν ὁποίων μπορεῖ κάποιος νὰ σωθῇ εἶναι πεπλανημένη. Αὐτό εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπ’ τήν ὁποία, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη αἵρεση, κινδυνεύει σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία!
Ἡ Ἐκκλησία πού ἵδρυσε ὁ Χριστός εἶναι ἡ γνησία ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔχει θεμέλιό Της τούς δώδεκα Ἀποστόλους καί τήν ὀρθή πίστη, πού ἐκεῖνοι μᾶς παρέδωσαν. Ἀπό τήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κατά καιρούς ἀπεκόπησαν ὁμάδες ἀνθρώπων μέ πεπλανημένη πίστη.
Τέτοιες ὁμάδες εἶναι οἱ ὁμάδες τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν, πού ἀπεκόπησαν ἀπ’τήν Ἐκκλησία, ὅπως εἶναι σήμερα οἱ Μονοφυσίτες, οἱ Παπικοί, οἱ Προτεστάντες, οἱ Οἰκουμενιστές, πού τό 1924, παρά τά ἀναθέματα τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τῶν ἐτῶν 1583,1587 καί 1593, ἄλλαξαν στή λατρεία μας τό ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο. Ὅσοι ἔμειναν πιστοί στήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί δέν δέχθηκαν νά προσθέσουν, ἤ νά ἀφαιρέσουν, κάτι ἀπ’ αὐτή, αὐτοί καί μόνον ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κι’ αὐτοί, εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὅπως μᾶς ὀνομάζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων κι’ ἄλλοι Πατέρες.
Ἀλλά, καί ὅσοι, μετά τό 1924, ἀπέκοψαν τόν ἑαυτό τους ἀπ’ τήν Ἐκκλησία μέ τά διάφορα σχίσματά τους, ἁμαρτάνουν καί αὐτοί βαρύτατα.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι σαφεῖς, ὅταν λένε «ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας». Γι’ αὐτό ὅλους αὐτούς, ἰδιαίτερα ἀπό τό 1924 καί μετά, πού ἀπεκόπησαν ἀπ’ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τούς καλοῦμε νά ἐπανέλθουν μέ τήν ἀληθινή μετάνοια στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή καί μόνον εἶναι ἡ κατά Θεόν “ἕνωση”, γιά τήν ὁποία σήμερα μιλᾶνε πολλοί!
Ὁ κάθε Χριστιανός, πού θέλει τήν σωτηρία του ὀφείλει νά ἐξετάσει ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ!
Ἡ εὐθύνη γιά τήν σωτηρία βαρύνει τόν καθένα μας. Γι’ αὐτό ὁ καθένας μας, ἀς ἀναλάβει τίς εὐθῦνες του!
σελ.1                                  Περί του ότι μία είναι η Εκκλησία...... HXHTIKO KATEBASMA

Διευκρηνησης  όταν μια σύνοδος  δημιουργεί  «Καταστατικό Χάρτη/Κανονισμοῦ» δημιουργεί <<ΕΚΚΛΗΣΙΑ>>

1. Προκειμένου νὰ κατανοηθοῦν πληρέστερον ὅσα θὰ ἐκτεθοῦν ἐν συνεχείᾳ, ὑπενθυμίζομεν τὰς ἑξῆς Βασικὰς ᾿Εκκλησιολογικὰς Θέσεις:
α. Οἱ ἀποτειχισθέντες ἕνεκα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἐνιστάμενοι ᾿Ορθόδοξοι τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου ἀποτελοῦν τὸ
᾿Ακαινοτόμητον Πλήρωμα τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καὶ συγκροτοῦν, κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον, τὸ <<ὑγιαῖνον μέρος>> 2
τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
β. Τοῦτο τὸ <<ὑγιαῖνον μέρος>> τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχει βεβαίως πληρότητα ἐν Χριστῷ, ἐκφραζομένην ἐν τῷ Μυστηρίῳ τῆς Θείας
Εὐχαριστίας, ἑπομένως δὲ ἐνσαρκώνει ἐν ἑαυτῷ, ὡς ἄλλωστε συμβαίνει καὶ εἰς ἑκάστην Εὐχαριστιακὴν Κοινότητα/᾿Ενορίαν,
τὴν Μίαν ῾Αγίαν Καθολικὴν καὶ ᾿Αποστολικὴν ᾿Εκκλησίαν, ἐφ᾿ὅσον, κατὰ τὸν ῞Αγιον ᾿Ιγνάτιον, <<ὅπου ἂν ᾖ Χριστὸς ᾿Ιησοῦς,
ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ ᾿Εκκλησία>> 3 .
γ. Παρὰ ταῦτα, δὲν ἀποτελεῖ τὸ <<ὑγιαῖνον μέρος>> τῶν ἐνισταμένων οὔτε τὴν ᾿Εκκλησίαν ἐν τῷ συνόλῳ Αὐτῆς, ἀλλ᾿
οὔτε ἀκόμη καὶ τὴν Τοπικὴν ᾿Εκκλησίαν, ἐν προκειμένῳ τῆς ῾Ελλάδος, πολλῷ μᾶλλον ἐφ᾿ ὅσον τὸ ᾿Ακαινοτόμητον Πλήρωμα
διατελεῖ σήμερον δυστυχῶς ἐν πολυ-διοικήσει, πολυ-διασπάσει καὶ ἀλληλομαχίᾳ.
δ. Τὸ ½ὑγιαῖνον μέρος╗ κατ᾿ ἀκρίβειαν ἀποτελεῖ μόνον τὸ ἐν ἀποτειχίσει καὶ ἐνστάσει ἀκαινοτόμητον τμῆμα τῆς Τοπικῆς
<<᾿Εκκλησίας τοῦ Θεοῦ τῆς οὔσης ἐν ῾Ελλάδι>>, τῆς <<᾿Εκκλησίας τοῦ Θεοῦ τῆς παροικούσης ῾Ελλάδα>> 4 .
2. ῾Η ἀκαινοτόμητος αὕτη καὶ ἐνισταμένη ᾿Ορθόδοξος Κοινότης ἐν τῇ ῾Ελλάδι ὀφείλει ἐν ἀγάπῃ καὶ ταπεινώσει, πάντοτε δὲ ἐν
τῇ προοπτικῇ μιᾶς ᾿Ορθοδόξου Γενικῆς Συνόδου ῾Ενώσεως, α. νὰ μὴ ἔχῃ κοινωνίαν μὲ τὸ <<νενοσηκὸς>> 2 μέρος τῆς᾿Εκκλησίας·
β. νὰ εὐαισθητοποιήσῃ τὰ λοιπὰ μέλη τοῦ Σώματος, διὰ νὰ διακόψουν κοινωνίαν, ὥστε νὰ μὴ νοσήσουν ἐπίσης·
γ. νὰ βοηθήσῃ εἰς τὴν μετάνοιαν/ἴασιν τῶν νοσούντων μελῶν, ὥστε νὰ ἀποφευχθῇ ἡ ἐπιδείνωσις τῆς ἀσθενείας καὶ ἡ τελικὴ
ἀποκοπὴ αὐτῶν ἐκ τοῦ Σώματος·
δ. νὰ συμβάλῃ, τέλος, εἰς τὴν σύγκλησιν ἁρμοδίου Συνοδικοῦ ᾿Οργάνου, πρὸς λῆψιν μέτρων μὴ μεταδόσεως τῆς νόσου εἰς
ὅλον τὸ Σῶμα.
3. α. Βεβαίως, οἱοσδήποτε <<εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὃ παρελάβομεν>> εὑρίσκεται αὐτομάτως ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ ἀποστολικοῦ ἀνα-
θέματος: <<ἀνάθεμα ἔστω>> 5 .
β. ῾Η κήρυξις ὅμως τοῦ ἀναθέματος δὲν εἶναι ἔργον τῶν ἐπὶμέρους πιστῶν, ὁ δὲ «τολμῶν» τοιοῦτον τι, κατὰ τὸν ῾Ιερὸν
Χρυσόστομον, ποιεῖ πράγματα <<ἐναντία τοῦ δεσποτικοῦ θανάτου καὶ προλαμβάνει τοῦ Βασιλέως τὴν κρίσιν>> καὶ ἁρπάζει
<<τοσαύτην ἀξίαν>>, ἀνήκουσαν μόνον εἰς τοὺς ῾Αγίους ᾿Αποστόλους καὶ τοὺς ἀξίους διαδόχους αὐτῶν6 · ὁ δὲ ᾿Αββᾶς
Βαρσανούφιος προσθέτει χαρακτηριστικῶς: <<μὴ τρέχε δὲ σὺ εἰς ἀναθεματισμὸν τινὸς ὅλως>>, ἀλλὰ μόνον λέγε, <<καὶ αὐτὸν
τὸν σατανᾶν ἐὰν ἀναθεματίσω, ἐφ᾿ ὅσον ποιῶ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ἐμαυτὸν ἀναθεματίζω>>7 .
γ. ᾿Επίσης, τὸ ἀνάθεμα δὲν εἶναι δικαίωμα οὔτε τῶν ᾿Εκκλησιαστικῶν Διοικητικῶν ᾿Οργανισμῶν, τῶν ἐχόντων μὲν προσ-
ωρινὴν μορφὴν Συνοδικῶν Σωμάτων, μὴ συγκεντρούντων ὅμως ἁπάσας τὰς ἱεροκανονικὰς προϋποθέσεις οὕτως, ὥστε ἡ
᾿Εκκλησία νὰ ἐκπροσωπῆται ὑπ᾿ αὐτῶν πλήρως, ἐγκύρως καὶ ἁρμοδίως πρὸς κήρυξιν ἀναθέματος, δικαιώματος καὶ <<ἀξίας>>,
τῆς ὁποίας <<ἠξίωται>> ὁ χορὸς μόνον τῶν ᾿Αποστόλων <<καὶ οἱ κατὰ πᾶσαν ἀκρίβειαν τούτων ὡς ἀληθῶς γεγονότες διάδοχοι,
πλήρεις χάριτος καὶ δυνάμεως>>6.᾿
δ. Πάντως, οὕτως ἢ ἄλλως, αὐτόματος ἐφαρμογὴ προανακηρυχθέντος τυχὸν ἀναθέματος καὶ ταυτόχρονος ἐκκοπὴ ἐκ
τοῦ Σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας δὲν νοεῖται, καθ᾿ ὅσον ἡ Ζʹ ῾Αγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διὰ τοῦ <<῞Ορου>> Αὐτῆς προβλέπει
διαδικασίαν κρίσεως πρὸς <<καθαίρεσιν>> καὶ <<ἀφορισμόν>>, μέσῳ βεβαίως ἁρμοδίου Συνοδικοῦ ᾿Οργάνου:
<<Τοὺς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἢ κατὰ τοὺς ἐναγεῖς αἱρετικοὺς τὰς ἐκκλησιαστικὰς
Παραδόσεις ἀθετεῖν καὶ καινοτομίαν τινὰ ἐπινοεῖν..., ἐπισκόπους μὲν ὄντας ἢ κληρικοὺς καθαιρεῖσθαι
προστάσσομεν, μονάζοντας δὲ ἢ λαϊκοὺς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι>> 8 .
4. α. Κατανοεῖται δὲ ἡ τοιαύτη καὶ τοσαύτη σοβαρότης τοῦ ζητήματος τῆς κηρύξεως ἀναθέματος, ἐπιβάλλουσα ὡς ἐκ τούτου
τὴν ὕπαρξιν Συνοδικοῦ ᾿Οργάνου ἀπολύτου καὶ ἀδιαμφισβητήτου ἐκκλησιαστικοῦ κύρους, ὅταν ληφθῇ ὑπ᾿ ὄψιν, τί ἀπαντοῦν οἱ
῞Αγιοι εἰς τὸ καίριον ἐρώτημα, <<τί οὖν ἐστι ἀνάθεμα; >>.
β. <<Τί οὖν ἔστιν ὃ λέγεις ἀνάθεμα>>, διευκρινίζει ὁ ῾Ι. Χρυσόστομος, <<ἀλλ᾿ ὅτι ἀναθέσθω οὗτος διαβόλῳ, καὶ μηκέτι χώραν
σωτηρίας ἐχέτω, γενέσθω ἀλλότριος ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ; >>· <<τὸ γὰρ ἀνάθεμα παντελῶς τοῦ Χριστοῦ ἀποκόπτει>> 9 .
γ. ῾Ο ῞Αγιος Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως λέγει χαρακτηριστικῶς: <<Δεινόν ἐστι τὸ ἀνάθεμα, πόῤῥω τοῦ Θεοῦ βάλλει,
καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἐκδιώκει, ἀπάγον εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον>>10 .
δ. Τέλος, ὁ μακάριος Κύρου Θεοδώρητος, τὴν ἀποστολικὴν φράσιν <<ἤτω ἀνάθεμα>>11 , ἑρμηνεύει οὕτως, ἐκφράζων ἐπιγραμ-
ματικῶς τὸ κοινὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας φρόνημα: <<ἀλλότριος ἔστω τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας>>12 .
5. α. ῾Η ἄκρα αὕτη σοβαρότης τῶν ἐπιπτώσεων τοῦ ἀναθέματος, ἐν συνδυασμῷ πρῶτον μὲ τὴν ἔλλειψιν σήμερον Συνοδικοῦ
᾿Οργάνου, συγκεντροῦντος ἀπολύτως ἁπάσας τὰς προαναφερθείσας ἱεροκανονικὰς προϋποθέσεις ἁρμοδιότητος πρὸς
ἐκφώνησιν τούτου, δεύτερον μὲ τὴν τεραστίαν σύγχυσιν, τὴν ἐπικρατοῦσαν λόγῳ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐν τοῖς κόλποις τῶν
κατὰ τόπους ῾Αγιωτάτων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν, ἀποτελοῦν σήμερον μέγα ἀνασταλτικὸν παράγοντα καὶ ἀνυπέρβλητον
ἐμπόδιον διὰ μίαν τοιαύτην βαρυσήμαντον καὶ ἐν ταὐτῷ ἱστορικὴν ἐνέργειαν.
β. Τὴν ἄποψιν ταύτην τεκμηριώνει ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ τὸ λίαν ἀξιοπρόσεκτον γεγονός, καθ᾿ ὃ ὁ ῞Οσιος Θεόδωρος
Στουδίτης, κατὰ τὴν περίοδον τῶν ταραχῶν τῆς δευτέρας Εἰκονομαχίας, συμβουλεύει τινὰ ½πρεσβύτερον ὑπογράψαντα╗
μὲν ἐξ ἀδυναμίας ½κατὰ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ╗, ἤδη δὲ βαθύτατα μετανοοῦντα, ὅτι ὀφείλει νὰ παύσῃ ½τῆς ἱερουργίας
παντάπασιν╗· ἐνῶ δὲ ὑπῆρχον τότε ᾿Ορθόδοξοι ῾Ιεράρχαι ῾Ομολογηταί, βεβαιώνει τὸν πεπτωκότα μὲ ἀπόλυτον τρόπον,
ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λυθῇ ἀπὸ τῆς ἀργίας ὑπὸ οἱουδήποτε ᾿Αρχιερέως, <<καὶ τοῦτο ἕως εἰρήνης τῆς τοῦ Θεοῦ ᾿Εκκλησίας,
ἐν ᾗ τηνικαῦτα (τότε) κρίσει συνοδικῇ ὡς δέον πᾶν ὁτιοῦν τῶν τοιούτων κανονισθήσεται καὶ κρίσιν ἕξει θεόψηφον>> 13 .
6. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ μὲν τὰς προϋποθέσεις τοῦ Συνοδικοῦ ᾿Οργάνου αὗται κυρίως εἶναι αἱ ἑξῆς:
α. ἡ βαθεῖα αὐτοσυνειδησία, ὅτι ἐκροσωπεῖ κανονικῶς, πλήρως καὶ ἀπολύτως τὴν Μίαν ῾Αγίαν Καθολικὴν καὶ ᾿Αποστολικὴν
᾿Εκκλησίαν καὶ ἐνεργεῖ ἐξ ὀνόματος Αὐτῆς·
β. ἡ δυνατότης νὰ ἐγκαλέσῃ τοὺς <<εὐαγγελιζομένους παρ᾿ ὃ παρελάβομεν>>, τ.ἔ. νὰ καλέσῃ καὶ κρίνῃ αὐτούς, τηροῦν
ἀπαρασαλεύτως τὴν παγιωθεῖσαν Συνοδικὴν Διαδικασίαν καὶ ἔχον ὡς κριτήριον τὴν Θεολογικὴν καὶ Κανονικὴν Παράδοσιντῆς ᾿Ορθοδοξίας·
γ. τὸ ὕψιστον κῦρος νὰ καθαιρέσῃ, ἐν περιπτώσει ἀμετανοησίας νὰ ἀπομακρύνῃ ἐκ τῶν Θρόνων τοὺς κακοδόξους καὶ τέλος
νὰ ἀναθεματίσῃ αὐτούς.
δ Τοιοῦτον ὅμως Συνοδικὸν ῎Οργανον, μὲ τοιαύτας μεγάλας δυνατότητας καὶ εὐρεῖαν δικαιοδοσίαν, τοὐλάχιστον σήμερον,
δὲν ὑφίσταται· πρὸς τὴν κατεύθυνσιν ὅμως ταύτην ἐργάζεται ἀόκνως καὶ φρονίμως τὸ ὀρθῶς καὶ ὑγιῶς ᾿Ενιστάμενον
Πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας.
7. ῞Οσον ἀφορᾶ δὲ τὴν τεραστίαν σύγχυσιν λόγῳ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγωνται αἱ ἀδιάκριτοι
γενικεύσεις ἐξ ἀκρίτου ζηλωτισμοῦ καὶ νὰ μὴ λησμονῆται ποτέ, ὅτι αἱ Τοπικαὶ ᾿Εκκλησίαι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χαρακτη-
ρισθοῦν σήμερον ἐν τῷ συνόλῳ αὐτῶν ὡς οἰκουμενιστικαί, λαμβανομένου ὑπ᾿ ὄψιν ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὅτι μόνον ἕν μικρὸν
μέρος αὐτῶν συγκροτεῖται ἀπὸ ὄντως καὶ ἀληθείᾳ Οἰκουμενιστάς, ἡ δὲ συντριπτικὴ πλειοψηφία, ἔστω καὶ σιωπῶσα,
εἶναι ἀντι-οικουμενιστική, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὅτι οὐδεμία Τοπικὴ ᾿Εκκλησία δὲν ἐκήρυξε συνοδικῶς, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ πανορθοδόξως
διεκηρύχθη ποτέ, τὸ κύριον δόγμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς πιστευτέα καὶ ἀναγκαία διὰ τὴν σωτηρίαν διδασκαλία τῆς᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.
8. ῾Η θέσις αὕτη ἔχει ἰσχυρὰν πατερικὴν θεμελίωσιν, τοῦ ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, ὑποστηρίζοντος ἀποφαντικῶς, ὅτι τοῦ
μητροπολίτου πίπτοντος εἰς αἵρεσιν, δὲν θεωροῦνται αὐτομάτως καὶ ἀδιακρίτως ἅπαντες οἱ κοινωνοῦντες ἀμέσως ἢ ἐμμέσως
αὐτῷ ὡς αἱρετικοί, παρὰ βεβαίως τὸ γεγονός, ὅτι διὰ τῆς στάσεως αὐτῆς, ἐφ᾿ ὅσον μάλιστα εἶναι ἐνσυνείδητος, <<τὸ
φοβερὸν τῆς σιωπῆς κρῖμα ἐφ᾿ ἑαυτοὺς ἐπισπῶνται>> 14 .
9. Τούτων δοθέντων, μὲ ἄκραν βεβαίως συντομίαν, θὰ ἀπέμενεν ἡ δυνατότης, μαρτυρουμένη ἄλλωστε ὑπὸ τῆς ῾Ιερᾶς Παρα-
δόσεως, νὰ ἀναθεματισθοῦν καὶ ἐλεγχθοῦν μόνον τὰ αἱρετικὰ δόγματα (ἀνάθεμα δοξασίας ), ὄχι δὲ καὶ οἱ φορεῖς αὐτῶν
(ἀνάθεμα προσωπικόν ), προκειμένου νὰ προφυλαχθῇ ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου15 καὶ νὰ μὴ παρασυρθῇ τὸ ποίμνιον ἡμῶν 
ὑπὸ τῆς λύμης τῆς κακοδοξίας.
α. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Απόστολος Παῦλος, κατὰ τὸν ῾Ιερὸν Χρυσόστομον, <<ἐν δυσὶ μόνοις τόποις, τὴν φωνὴν ταύτην ἐξ ἀνάγκης φαίνεται
εἰπών, οὐχ ὁριστικῷ δὲ προσώπῳ ταύτην ἐπήγαγεν, ἐν μὲν τῇ πρὸς Κορινθίους εἰπὼν ῾῾εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν
Χριστόν, ἔστω ἀνάθεμα᾿᾿· καὶ [ἐν τῇ πρὸς Γαλάτας] ῾῾εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω᾿᾿>> 16 .
β. ῾Ο δὲ Χρυσορρήμων συμβουλεύει τὰ ἑξῆς: <<Τὰ γὰρ αἱρετικὰ δόγματα, τὰ παρ᾿ ὧν παρελάβομεν, ἀναθεματίζειν χρή, καὶ τὰ
ἀσεβῆ δόγματα ἐλέγχειν, πᾶσαν δὲ φειδὼ ἀνθρώπων ποιεῖσθαι, καὶ εὔχεσθαι ὑπὲρ τῆς αὐτῶν σωτηρίας>> 17 .
10. α. Τοῦτο ὅμως, ἤτοι ὁ μὴ προσωπικὸς ἀναθεματισμός, ἤδη γίνεται συνεχῶς, ἐφ᾿ ὅσον πᾶσα ὑφ᾿ ἡμῶν κηρυττομένη
ὀρθόδοξος κατὰ πάντα ἄποψις περὶ ᾿Εκκλησίας, ἐν τῇ πράξει δὲ διὰ τῆς ᾿Αποτειχίσεως, ἀλλὰ καὶ γραπτῶς καὶ προφορικῶς,
πᾶσαν αἱρετικὴν /οἰκουμενιστικὴν ἀσέβειαν δυνάμει ἀναθεματίζει.
β. ῾Η θέσις αὕτη ἀποῤῥέει ἀμέσως καὶ σαφῶς ἐκ τοῦ ῾Οσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἀποφαινομένου, ὅτι <<πᾶς ὀρθοδοξῶν
κατὰ πάντα, πάντα αἱρετικὸν δυνάμει, κἂν οὐ ῥήματι,  ἀναθεματίζει>> 18 .

  Θεμελιώδεις Ποιμαντικαὶ ᾿Αρχαὶ
1. ῎Εστω ὅμως καὶ ἐὰν δὲν ἐθεωρεῖτο ἐπαρκὴς ποιμαντικῶς ὁ ἤδη ἐφαρμοζόμενος δυνάμει ἀναθεματισμός, δέον ὅπως
ἀποφευχθῇ, τοὐλάχιστον πρὸς τὸ παρόν, μία τυχὸν ἄμεσος καὶ ῥητὴ κήρυξις ἀναθέματος, στρεφομένη μόνον κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ
καὶ ἀσεβοῦς δόγματος (ἀνάθεμα δοξασίας ), ἀφ᾿ ἑνὸς μέν, διότι τὸ ἡμέτερον εὐσεβὲς ποίμνιον δὲν διέρχεται ἄμεσον
κίνδυνον νὰ παρασυρθῇ ἀπὸ τὴν κακοδοξίαν τῆς οἰκουμενιστικῆς Καινοτομίας, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ διὰ τοὺς ἑξῆς δύο σοβαροὺς ποιμαντικοὺς λόγους.
2. ῞Οσον ἀφορᾶ τὸ ≪ὑγιαῖνον μέρος≫, δηλαδὴ τὸ ποίμνιον ἡμῶν. 
α. ῾Η ἔλλειψις βαθείας γνώσεως τόσον τῆς Πατερικῆς καὶ Συνοδικῆς Διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς
πολυμόρφου οἰκουμενιστικῆς κακοδοξίας, ἐκ μέρους γενικῶς τῶν εὐσεβῶν, ἐνίοτε δὲ καὶ ὁ ἄκριτος ζῆλος αὐτῶν, θὰ
προκαλέσῃ εἰς αὐτοὺς σύγχυσιν, ἐφ᾿ ὅσον δὲν θὰ διαθέτουν τὰ κριτήρια νὰ διακρίνουν μεταξὺ προσωπικοῦ ἀναθέματος καὶ
ἀναθέματος δοξασίας, ὡς ἐπίσης νὰ διακρίνουν μεταξὺ πραγματικοῦ καὶ μὴ πραγματικοῦ Οἰκουμενιστοῦ, ἐφ᾿ ὅσον πάντα
ταῦτα ἐν τῇ ἁπλοϊκότητι αὐτῶν συμφύρονται ἀδιακρίτως καὶ ταυτίζονται.
β. ῾Η σύγχυσις αὕτη τῶν ἀσθενῶν τῇ συνειδήσει εἶναι βέβαιον, ὅτι θὰ ἐπιτείνῃ καὶ πολλαπλασιάσῃ τὰς διαιρέσεις καὶ τὰ
σχίσματα εἰς τὸ ½ὑγιαῖνον μέρος╗ τοῦ Σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, δὲν θὰ ἀργήσῃ δὲ νὰ λειτουργήσῃ καὶ ἀναδρομικῶς, μὲ
ἀπροβλέπτους συνεπείας, ἐφ᾿ ὅσον θὰ θεωρηθοῦν ὡς ὑποπίπτοντες εἰς τὸ ἀνάθεμα οἰκεῖοι καὶ συγγενεῖς προαπελθόντες,
ὡς καὶ προσωπικότητες ἐγνωσμένης ἁγιότητος, κοιμηθεῖσαι ὅμως, κρίμασιν οἷς οἶδε μόνον ὁ Κύριος ἡμῶν, ἐν τῇ Καινοτομίᾳ.
γ. Πάντως ὑφίσταται καὶ μία πνευματικὴ λύσις διὰ τὴν δυσκολίαν τῶν πιστῶν, ὅταν πιέζωνται ἀπὸ ὑπερ-ζηλωτὰς νὰ
ἀναθεματίσουν τινά, πρὸς ἀπόδειξιν τῆς ὀρθοδοξίας αὐτῶν, ὁπότε δύνανται νὰ εἴπουν ἐλαφρῶς παρηλλαγμένα τὰ συμβου-
λευόμενα ὑπὸ τοῦ ᾿Αββᾶ Βαρσανουφίου: <<᾿Αδελφέ, τὸ ἀναθεματίσαι φαίνεταί μοι εἰς κατάκριμα· τοῦτο δὲ λέγω σοι:
πλὴν τῆς Πίστεως τῶν ῾Αγίων Πατέρων, ἄλλην οὐ γινώσκω· καὶ ὁ παρὰ ταύτην φρονῶν, ἔρριψεν ἑαυτὸν εἰς τὸ ἀνάθεμα>> 19 .
3. ῞Οσον ἀφορᾶ τὸ «νενοσηκὸς » μέρος τοῦ Σώματος.
α. ῾Η ἔλλειψις ἐπίσης πνευματικῆς γνώσεως καὶ διακρίσεως ἐκ μέρους τῶν κοινωνούντων μετὰ τῶν ἐν καινοτομίᾳ μὲν καὶ
αἱρέσει, πλὴν ἀκρίτων εἰσέτι ἀδελφῶν ἡμῶν, θὰ συνετέλει, ἅμα τῇ διακηρύξει ἀναθέματος κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ δόγματος
(ἀνάθεμα δοξασίας ), εἰς τὴν τελείαν ἀπομάκρυνσιν αὐτῶν ἐκ τοῦ ½ὑγιαίνοντος μέρους╗ τῆς ᾿Εκκλησίας· περαιτέρω, θὰ ὕψωνεν
ἓν τεῖχος ἀδιαπέραστον μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἡμῶν, οὕτω δὲ θὰ καταστρέφετο ὁλοσχερῶς ἡ ἱεραποστολικὴ διάστασις τῆς
᾿Ορθοδόξου ᾿Ενστάσεως καὶ θὰ ἀπώλλυτο πᾶσα ἐλπὶς μεταστροφῆς αὐτῶν εἰς τὴν ᾿Ακαινοτόμητον Πίστιν.
β. Σημειωθήτω, ὅτι ἡ ἄχρι τοῦδε φιλάδελφος σχέσις καὶ συγκαταβατικὴ συνδιαγωγὴ μετ᾿ αὐτῶν, συνετέλει οὐσιαστικῶς
εἰς τὴν ἐνημέρωσιν καὶ τὴν σταδιακὴν κατανόησιν ἐκ μέρους αὐτῶν τοῦ δικαίου τῆς στάσεως ἡμῶν, ὅπερ καὶ συνέβαλλεν
εἰς τὴν ἔνταξιν αὐτῶν εἰς τὴν ᾿Ορθόδοξον ῎Ενστασιν καὶ τὴν ἀποδοχὴν τῆς <<ὑγιαινούσης διδασκαλίας>> 20 .
_ Τὰ πατερικὰ ἐρείσματα τῆς φιλανθρώπου ταύτης ποιμαντικῆς  στάσεως ἡμῶν εἶναι ἰσχυρότατα, ἀκολούθως δὲ ἀναφερόμεθα
εἰς τρία ἐνδεικτικὰ παραδείγματα.
4. ῾Ο Μέγας Βασίλειος, προκειμένου νὰ κερδίσῃ εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν τοὺς ῾Ομοιουσιανούς, δηλαδὴ τοὺς μετριοπαθεῖς ᾿Αρειανούς,
πρωτίστως ≪ἐμεταχειρίσθη τὴν οἰκονομίαν≫, λέγει ὁ ῞Οσιος Νικόδημος ῾Αγιορείτης, <<καὶ μέχρι ἱκανοῦ καιροῦ δὲν ὠνόμαζε
φανερὰ Θεὸν τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον>> 21 , διὸ καὶ κατηγορήθη ἀδίκως ὡς <<κρυπτοπνευματομάχος>> 22 (!) · δεύτερον, δὲν εἶχεν
ὑπερβολικὰς ἀπαιτήσεις ἀπὸ τοὺς <<ἀσθενεστέρους>>, τ.ἔ. τοὺς ῾Ομοιουσιανούς, πεπεισμένος ὅτι ≪τῇ χρονιωτέρᾳ συνδιαγωγῇ
καὶ τῇ ἀφιλονείκῳ συγγυμνασίᾳ≫ (= μὲ τὴν μακροχρόνιον συναναστροφὴν καὶ τὰς φιλικὰς συζητήσεις), θὰ δοθοῦν παρὰ
Κυρίου καὶ ὅσα ἄλλα εἶναι ἀναγκαῖα23 .
5. ᾿Επίσης, ὁ ῞Αγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας, προκειμένου νὰ φέρῃ εἰς τὴν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας τοὺς κινδυνεύοντας νὰ
καταποθοῦν ὑπὸ τῆς Νεστοριανικῆς πλάνης, μετεχειρίζετο πολλὴν οἰκονομίαν καὶ ἔγραφε πρὸς διαφόρους ὀρθοδόξους
ζηλωτὰς ποιμένας: <<αἱ οἰκονομίαι τῶν πραγμάτων ἔσθ᾿ ὅτε παραβιάζονται βραχὺ τοῦ δέοντος ἔξω φέρεσθαί τινας, ἵνα τι
μεῖζον κερδάνωσιν>>· <<οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν τοῖς πράγμασιν, ὅταν μὴ ἐξῇ (ὅταν δὲν εἶναι δυνατὸν) τὸ λίαν ἀκριβὲς ἀποσώζειν,
παρορῶμέν τινα, ἵνα μὴ τοῦ παντὸς πάθωμεν ζημίαν>> 24 . Καὶ ὁμιλῶν ὁ ῞Αγιος διὰ <<συγκαταβάσεις οὐκ ἀκερδεῖς>> 25,
ἐπιμένει εἰς τὸ ὅτι <<ἡ τῶν ἐνεστηκότων πραγμάτων φύσις, καὶ οὐχ ἑκόντας ἡμᾶς ἔσθ᾿ ὅτε παραβιάζεται καὶ τῶν παρὰ σκοπὸν
καὶ γνώμην ἀνέχεσθαι>> 26 · <<οἰκονομίας δεῖται τὸ πρᾶγμα πολλῆς>> 27 , <<οἷα φάρμακον προσφερομένης αὐτοῖς· κατὰ βραχὺ
γὰρ ἢξουσι καὶ αὐτοὶ πρὸς εἰλικρινῆ διάθεσιν· καὶ αὗταί εἰσιν αἱ ἀντιλήψεις καὶ κυβερνήσεις, ἃς ὁ μακάριος ὠνόμασε
Παῦλος>>, ≪οὐ γὰρ θέλομεν τεμεῖν, ἀλλὰ συνάψαι≫ 28 .
6. Τέλος, ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος, ὁ γλυκύτατος καὶ φιλανθρωπότατος οὗτος Ποιμήν, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ὑπερζηλωτάς, τοὺς
θέλοντας νὰ ἀναθεματίζουν τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς αὐτῶν, ἐπικαλεῖται τὸ ᾿Αποστολικόν: <<ἐν πραότητι παιδεύοντα [τὸν
δοῦλον Κυρίου] τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ
τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος, ἐζωγρημένοι ὑπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ ἐκείνου θέλημα>> 29 , καὶ παραδίδει εἰς ἡμᾶς αἰώνιον παράδειγμα
ἁλιευτικῆς ποιμαντικῆς πρὸς τοὺς ἀσθενεστέρους: ≪῎Εκτεινον τὴν τῆς ἀγάπης σαγήνην, ἵνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῇ, ἰαθῇ δὲ μᾶλλον>>
·<<ἐπίβαλε τὸ γλυκὺ ἄγκιστρον τῆς συμπαθείας, καὶ οὕτως ἐρευνήσας τὰ κεκρυμμένα, ἀνάσπασον ἐκ τοῦ βάθους 
τῆς ἀπωλείας τὸν καταδύντα τὸ φρόνημα>>· <<διαμαρτύρου μόνον μετὰ μακροθυμίας καὶ χρηστότητος, ἵνα μὴ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐκζητήσῃ
ἐκ χειρός σου ὁ Κριτής>>· <<παρακαλοῦμεν ὑμᾶς καὶ διαμαρτυρόμεθα, ἀποστῆναι τοῦ τοιούτου κακοῦ (τοῦ
ἀναθεματίζειν)>>, διότι <<ἀσεβεῖς [σὺ] ἀποκόπτων τὸν ἐν τρεπτότητι ὄντα, καὶ μετατεθῆναι δυνάμενον ἐκ τοῦ κακοῦ εἰς τὸ ἀγαθόν>> 30 .

Δογματίζειν καὶ ἀναθεματίζειν ἀμαθῶς

1. α. Βάσει πλέον τῶν προαναφερθέντων Βασικῶν ᾿Εκκλησιολογικῶν Θέσεων καὶ τῶν Θεμελιωδῶν Ποιμαντικῶν ᾿Αρχῶν,
καθίσταται εὐχερεστέρα ἡ κριτικὴ ἀναφορὰ εἰς τὰ δύο πρόσφατα καὶ ἀλληλο-συμπληρούμενα κείμενα τῆς δικαιοδοσίας τοῦ
ἀρχιεπισκόπου κ. Χρυσοστόμου, τ.ἔ. τοῦ «Καταστατικοῦ Χάρτου/Κανονισμοῦ» καὶ τῆς «Συνοδικῆς Καταδίκης καὶ ᾿Αναθεμα-
τισμοῦ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ».
β. Τὸ μὲν πρῶτον, διέπεται ὑπὸ ἐντόνου νομικιστικοῦ πνεύματος, στερεῖται Χάριτος, ἐλευθερίας καὶ ἀγάπης, προξενεῖ
κυριολεκτικῶς ἀσφυγξίαν, ἀποτελεῖ δὲ μᾶλλον ὄργανον ἀστυνομεύσεως καὶ ἐξοντώσεως, παρὰ «παιδαγωγὸν εἰς
Χριστόν», καὶ ἐν τέλει μετατρέπει τὸν σύλλογον «᾿Εκκλησία Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος» εἰς μίαν θρησκειοποιημένην ὁμάδα, βατικα-
νείου συγκεντρωτισμοῦ καὶ ὁλοκληρωτικοῦ χαρακτῆρος. 
γ. Τὸ δὲ δεύτερον, εἶναι κυριολεκτικῶς διάτρητον ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς, κανονικῆς, ποιμαντικῆς, ἱστορικῆς, λογικῆς καὶ
γραμματικῆς, παρὰ τὴν σχετικῶς βραχεῖαν ἔκτασιν αὐτοῦ.
2. Τόσον εἰς τοὺς συντάκτας, ὅσον καὶ εἰς τοὺς ἐγκρίναντας καὶ ὑπογράψαντας τὰ κείμενα αὐτά, συνέβη τὸ λίαν ἐπίκαιρον καὶ
εὐστόχως ἐπισημαινόμενον ὑπὸ τοῦ ῾Ιεροῦ Χρυσοστόμου: «Θεωρῶ γὰρ ἄνδρας προϊὼν (διότι ἐξακολουθῶ νὰ
βλέπω ἄνδρας) μήτε λογισμὸν πεπαιδευμένον ἐκ τῆς θείας Γραφῆς κεκτημένους, μήτε δὲ αὐτῆς ὅλως τι τῆς
Γραφῆς ἐπισταμένους, καὶ τὰ πολλὰ ἐρυθριῶν σιωπῶ (καὶ μολονότι κοκκινίζω ἀπὸ ἐντροπήν, σιωπῶ), μεμη-
νότας καὶ ἐρεσχελοῦντας (νὰ κατέχωνται ἀπὸ μανίαν καὶ νὰ μωρολογοῦν), ῾῾μὴ εἰδότας μήτε ἃ λέγουσι, μήτε
περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται᾿᾿· αὐτὸ τοῦτο δογματίζειν ἀμαθῶς μόνον τολμῶντας, καὶ ἀναθεματίζειν ἅπερ οὐκ
ἴσασιν (δὲν γνωρίζουν), ὡς γελᾶσθαι τὰ ἡμέτερα παρὰ τῶν τῆς πίστεως ἀλλοτρίων, μήτε πολιτείας φροντίζοντας
ἀγαθῆς, μήτε ἀγαθοεργεῖν μεμαθηκότας» 31.
3. α. Οἱ τῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἀρχιεπισκόπου κ. Χρυσοστόμου, ἔχοντες προφανῶς συναίσθησιν, ὅτι εἰς τὸ τολμηρότατον
διάβημα τῆς «Καταδίκης καὶ ᾿Αναθεματισμοῦ» μόνον Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ θὰ ἠδύνατο νὰ προβῇ, σπεύδουν νὰ αὐτο-ανακη-
ρυχθοῦν εἰς τὴν «κανονικὴν καὶ ἀδιάσπαστον συνέχειαν τῆς ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἱδρυθείσης Μιᾶς ἁγίας Καθολικῆς καὶ
᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας» καὶ νὰ ὑποστηρίξουν, ὅτι ὁ σύλλογος «᾿Εκκλησία Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος» εἶναι «ἡ ἐν ῾Ελλάδι τοπικὴ
᾿Ορθόδοξος Καθολικὴ ᾿Εκκλησία, τὴν ὁποίαν ἵδρυσεν ὁ Χριστός», ἡ ὁποία μάλιστα εἶναι καὶ «αὐτοκέφαλος» 32 .
β. Εἶναι σαφὴς ἡ ὑπέρβασις τῶν ἱεροκανονικῶν ὁρίων, ἐντὸς τῶν ὁποίων καὶ μόνον ἐπιτρέπεται νὰ δραστηριοποιῆται τὸ ἐν
ἐνστάσει καὶ ἀποτειχίσει ᾿Ακαινοτόμητον Πλήρωμα, ἄχρι «Συνοδικῆς Διαγνώσεως» 33 , ἤτοι «ἐντελοῦς διαγνώσεως» 34 , ἤγουν
τελεσιδίκου, κατὰ τῶν φορέων τῆς κακοδοξίας ὑπὸ ἁρμοδίου Συνοδικοῦ ᾿Οργάνου, συνερχομένου, κατὰ τὴν Συνοδικὴν Παρά-
δοσιν, «πρὸς ἕνωσιν τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ὁμόνοιαν» 35 , «πρὸς ἕνωσιν τῆς ῾Αγίας τοῦ Θεοῦ Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας» 36 .
4. α. Διὰ τῆς ἀναφερθείσης καὶ διακηρυχθείσης ταύτης ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἀρχιεπι-
σκόπου κ. Χρυσοστόμου, τὸ προϋπάρχον σχεδὸν ἀνυπέρβλητον χάσμα μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν, ἤδη μετετράπη εἰς ἄβυσσον.
β. Τοῦτο ἀποῤῥέει σαφῶς καὶ ἀπὸ τὴν ἑτέραν σαφεστάτην ἄποψιν τοῦ «Καταστατικοῦ Χάρτου/Κανονισμοῦ», ὅτι ὁ
σύλλογος «᾿Εκκλησία Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος» εἶναι «ἡ μόνη ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας τῶν μελῶν της», ὡς τῆς Μιᾶς ᾿Εκκλησίας, ἐξ
ἧς ἀπεσπάσθησαν καὶ «ὡρισμέναι ὁμάδες μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν διαφόρους καθηρημένους πρώην
κληρικούς μας» 37 .
γ. Εἶναι πασιφανέστατον, ὅτι θεωροῦν ἡμᾶς ῥητῶς ἐκτὸς ᾿Εκκλησίας, δηλαδὴ ἐκτὸς τῆς «μόνης ἀσφαλοῦς ὁδοῦ σωτηρίας»!...
5. α. ῏Ητο λοιπὸν ἑπόμενον, δοθεισῶν τῶν ἐκκλησιολογικῶν τούτων ἀπόψεων, νὰ ἀντιποιηθῇ ἡ δικαιοδοσία τοῦ ἀρχιεπι-
σκόπου κ. Χρυσοστόμου δικαιωμάτων Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ νὰ προβῇ εἰς πλήρη «Συνοδικὴν Καταδίκην καὶ ᾿Αναθεμα-
τισμὸν τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», τ.ἔ. καὶ «ὁριστικοῖς προσώποις ταύτην ἐπήγαγεν» (ἀνάθεμα προσωπικὸν) καὶ τὰ
«αἱρετικὰ δόγματα» ἀνεθεμάτισεν (ἀνάθεμα δοξασίας) 38 .
β. ᾿Επὶ τοῦ κειμένου δὲ τούτου, τ.ἔ. τοῦ διπλοῦ ἀναθέματος, ἀναφερόμεθα κριτικῶς καὶ κατ᾿ ἐπιλογὴν μόνον ὡς ἀκολούθως.
6. α. Εἰς τὴν πρώτην καὶ κυρίαν ἑνότητα περιέχεται μία πρόδηλος κακοδοξία: ὑποστηρίζεται, ὅτι ἡ «Μία ἁγία Καθολικὴ καὶ
᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία, ὑπάρχουσα ὡς ἐκκλησία πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς», κατέστη «σῶμα Χριστοῦ κατὰ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ
῾Αγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἁγίαν Πεντηκοστήν»!...
β. Δηλαδή, τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα «κατῆλθε» (γράφε: «ἀνῆλθεν») ἐπὶ τῆς «ἐν οὐρανοῖς» ᾿Εκκλησίας, ὄχι δὲ ἐπὶ τῆς ἱστορικῆς
Κοινότητος τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων, «σὺν τῇ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς Αὐτοῦ», εὑρισκομένων
ἁπάντων εἰς τὸ ὑπερῷον τοῦ οἴκου, οὗ ἦσαν καθήμενοι ἐν ῾Ιερουσαλήμ39 .
γ. Κατὰ ταῦτα, ᾿Εκκλησία δὲν ὑπῆρξεν ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι σήμερον!...
7. α. Διὰ τῆς δαιδαλώδους ταύτης, πασχούσης δὲ καὶ συντακτικῶς, πρώτης ἑνότητος ἀποδίδονται εἰς τοὺς «καινοφανεῖς
οἰκουμενιστὰς» διδασκαλίαι, αἱ ὁποῖαι πράγματι οὐδέποτε διετυπώθησαν ὑπ᾿ αὐτῶν, τοὐλάχιστον ἐπισήμως καὶ συλλογικῶς
καὶ εἰς τὴν ἀκραίαν ταύτην μορφήν.
β. Τὸ ἄτοπον τοῦτο ὑπογραμμίζει καὶ τὴν ἄποψιν ἡμῶν, ὅτι προκειμένου νὰ κριθῇ ἡ αἵρεσις, ἀπαιτεῖται βαθεῖα γνῶσις τῆς
πολυμόρφου κακοδοξίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νὰ μὴ ἀνήκωμεν, κατὰ τὸν ῾Ιερὸν Χρυσόστομον, εἰς τοὺς «τολμῶντας»
«δογματίζειν ἀμαθῶς» καὶ «ἀναθεματίζειν ἅπερ οὐκ ἴσμεν, ὡς γελᾶσθαι τὰ ἡμέτερα παρὰ τῶν τῆς πίστεως ἀλλοτρίων» 40 .
γ. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτον, ὅτι ἡ Ζʹ ῾Αγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴν τῶν εὐσεβῶν, ὥστε νὰ ἀναγινώσκουν τὰ
πρὸς κρίσιν αἱρετικὰ συγγράμματα «ἐρευνητικῶς καὶ οὐ παροδευτικῶς» 41 , πρὸς συναγωγὴν ὀρθῶν συμπερασμάτων καὶ
διατύπωσιν τῆς «δικαίας κρίσεως».
8. ᾿Εν συνεχείᾳ, εἶναι ἀπορίας ἄξιον, διατί εἰς τοὺς «πρωτεργάτας τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» δὲν περιελήφθησαν καὶ
ἄλλοι πολλοί, ὡς λόγου χάριν ὁ Καισαρείας Νικόλαος, ὅστις ὡς «ἀναπληρωτὴς τοποτηρητὴς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου»
ὑπέγραψε τὸ ὑπ᾿ ἀριθ. πρωτ. 2672/10.4.1919 «Συνοδικὸν Γράμμα πρὸς τὴν ᾿Αντιπροσωπείαν τῆς Κινήσεως ῾῾Πίστις καὶ Τάξις᾿᾿»,
τὸ ἀποτελοῦν τὸ πρῶτον ἐπίσημον σαφῶς οἰκουμενιστικὸν κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως42 · ἐπίσης, δὲν
συγκατελέγησαν «ὁ Τοποτηρητὴς τοῦ Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως» Προύσης Δωρόθεος μετὰ
τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς Συνόδου, τῶν ὑπογραψάντων τὴν ᾿Εγκύκλιον τοῦ 1920, ἀποτελοῦσαν ὡς γνωστὸν «ὁριακὴ ἔκφραση
τοῦ ᾿Ορθοδόξου Οἰκουμενισμοῦ», ἀλλὰ καὶ «ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως»43 · ἐπίσης, παρελήφθη ὁ
πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ζʹ, ὁ καὶ ἐφαρμόσας τὴν ἡμερολογιακὴν μεταρρύθμισιν, ὡς καὶ ὁ μέγας θεωρητικὸς
αὐτῆς Βιζύης/Μαρωνείας ῎Ανθιμος· ὡς ἐπίσης καὶ οἱ πατριάρχαι ᾿Αθηναγόρας, Δημήτριος καὶ Βαρθολομαῖος, οἱ προωθήσαντες
τὸν Οἰκουμενισμὸν μεγάλως πράξει τε καὶ θεωρίᾳ, διὰ νὰ μείνωμεν εἰς τοὺς κυριωτέρους, ἂν καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφερθῇ
πληθὺς ἄλλων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, μάλιστα δὲ καὶ ἐκ τῶν λοιπῶν ᾿Ορθοδόξων Δικαιοδοσιῶν.
 Πάντως, αἱ παραλείψεις αὗται, ὡς καὶ τῆς ἐπομένης παραγράφου, μαρτυροῦν τοῦ λόγου τῆς § 7 τὸ ἀσφαλές, περὶ τοῦ
«ἀναθεματίζειν ἅπερ οὐκ ἴσασι».
9. ᾿Ακολούθως, εἰς τὰ «φρυαξάμενα συνέδρια κατὰ τῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεως», παραδόξως, ἐνῶ συγκαταριθμεῖται τὸ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει
ἐν ἔτει 1931ῳ (ἆρά γε, ποῖος γνωρίζει κατὰ τίνα τρόπον «ἐφρύαξε» τοῦτο κατὰ τῆς ᾿Ορθοδοξίας;), παρασιωπῶνται αἱ
πατριαρχικαὶ σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως: τόσον ἡ τοῦ 1920, ὑπογράψασα τὴν γνωστὴν ᾿Εγκύκλιον, ὅσον καὶ ἡ τοῦ
1965, ἡ ἀποφασίσασα καὶ ἐνεργήσασα τὴν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων κατὰ τοῦ Παπισμοῦ· ἐπίσης, παραλείπονται αἱ δύο σύνοδοι ἐπὶ
ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Δʹ/ ᾿Απριλίου καὶ Εʹ/Δεκεμβρίου 1923, αἱ ἀποφασίσασαι ὁριστικῶς τὴν ἡμερο-
λογιακὴν μεταρρύθμισιν ἐν ῾Ελλάδι· καὶ τέλος, διὰ νὰ μὴ ἐπεκτεινώμεθα, δὲν ἀναφέρονται αἱ ἀλλεπάλληλοι «Προ-
συνοδικαὶ Πανορθόδοξοι Διασκέψεις», Ρόδου-Γενεύης 1961 ἑ., αἱ νομιμοποιήσασαι καὶ παγιώσασαι τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν,
ὡς καὶ τὴν πλήρη συμμετοχὴν εἰς αὐτήν, προετοιμάζουσαι δὲ οἰκουμενιστικῶς τὴν λεγομένην Μεγάλην Σύνοδον.
10. Κατόπιν, τὸ τέταρτον «ἀνάθεμα», ὄντως «μετέωρον», διὰ τοὺς λέγοντας ὅτι «ὁ Χριστὸς εἶχε δύο ἁγιότητας, θείαν τε καὶ
ἀνθρωπίνην, καὶ ὅτι προέκοπτε ἡ ἀνθρωπίνη ἁγιότης Αὐτοῦ», ποίαν ποιμαντικὴν σκοπιμότητα ἐξυπηρετεῖ, ἐφ᾿ ὅσον ἐντὸς
τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου οὔτε ὑπεστηρίχθησαν ποτὲ τοιαῦται ἀπόψεις, οὔτε ἐκινδύνευσαν ἀπὸ
αὐτὰς οἱ εὐσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν βεβαίως ὅτι αἱ Νεστοριανικαὶ αὗται δοξασίαι ἔχουν καταδικασθῆ ὑπὸ τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐπανειλημμένως κατὰ τὸ παρελθόν. 
11. ᾿Επίσης, ἡ εὔφημος ἀναφορὰ εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ «τοῖς μετασχοῦσι τῆς ἐν Κωνστ αντινουπόλει Συνόδου τοῦ
ἔτους 1848», ποίαν σχέσιν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ μὲ τὸν ἀντιοικουμενισμόν; ἐὰν δὲ καὶ τυχὸν ἐπιδιώκεται νὰ συνδεθῇ μὲ
τὸν ἀντι-παπισμόν, παρὰ τὸ παράδοξον ὅτι ὁ «᾿Αναθεματισμὸς» ἀφορᾶ τὸν Οἰκουμενισμόν, διατί ἀπεσιωπήθησαν ἀναρίθμητοι
Σύνοδοι, ὡς καὶ Πατέρες, ἀγωνισθέντες σθεναρῶς κατὰ τῆς πολυ-αιρέσεως τοῦ Παπισμοῦ καὶ κηρύξαντες μάλιστα ἀναθέματα κατ᾿ αὐτοῦ;
12. α. Τέλος, ἡ ἀναφορὰ εἰς τὰς γνωστὰς ῾Ιερὰς Συνόδους τοῦ ΙϚʹ αἰῶνος εἶναι ἐπίσης λανθασμένη, ἅμα δὲ καὶ παραπλανητική.
β. Αὐταί, ναὶ μὲν «κατεδίκασαν τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν», ἀλλὰ τὴν τοῦ Πάπα Γρηγορίου ΙΓʹ τοιαύτην, τὴν προσ-
βάλλουσαν εὐθέως τὸν ᾿Ορθόδοξον Πασχάλιον Κανόνα, καὶ βεβαίως ὄχι τὴν ἐφαρμοσθεῖσαν μερικὴν Καινοτομίαν τοῦ 1924,
ἢτις δὲν ἠλλοίωσε τοὺς τέσσαρας «Διορισμοὺς» τοῦ Πάσχα, ἕνεκα δὲ τούτου, ὡς ἔλεγεν ὁ ῾Ομολογητὴς ῾Ιεράρχης πρώην
Φλωρίνης Χρυσόστομος, «ἀποτελεῖ ζήτημα, ὅπερ πρώτην φορὰν ἐμφανίζεται εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας» 44 .
γ. ᾿Επίσης, αὗται αἱ Σύνοδοι τοῦ ΙϚʹ αἰῶνος δὲν «ἀπέκοψαν  ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας τοὺς δεχθέντας» τὴν Καινοτομίαν,
διότι ἁπλούστατα οὐδεὶς ἐκ τῶν τότε ᾿Ορθοδόξων εἶχε δεχθῆ  ταύτην, ἀποκρουσθεῖσαν πανορθοδόξως.
δ. Οὔτε βεβαίως ἦτο ποτὲ δυνατὸν νὰ ἀποκόψῃ Σύνοδός τις τοῦ ΙϚʹ αἰῶνος ἐκ τοῦ Σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας «προκατα-
βολικῶς» τοὺς «δεχθησομένους» μίαν καινοτομίαν εἰς τὸ ἀπώτερον μέλλον, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἀποκοπή, ὅταν θεωρηθῇ ἀναγκαία,
ἐνεργεῖται πάντοτε, κατὰ τὸν ῞Οσιον Νικόδημον ῾Αγιορείτην, μὲ τὴν «ἔμπρακτον ἐνέργειαν τῆς Συνόδου» «τῶν ζώντων»,
ἤτοι παρόντων «᾿Επισκόπων», ἡ δὲ «προσταγὴ τῶν Κανόνων» ἄνευ αὐτῆς «εἶναι ἀτέλεστος, ἀμέσως καὶ πρὸ κρίσεως μὴ
ἐνεργοῦσα καθ᾿ ἑαυτήν» 45 .
ε. Τὸ θέμα τοῦτο εἶναι ἐξόχως σοβαρόν, ἐὰν ἀναλογισθῇ τις, ὅτι τυχὸν ἀποδοχὴ τῆς λανθασμένης ἀντιλήψεως περὶ αὐτομάτου
ἐνεργείας τῶν Πατερικῶν καὶ Συνοδικῶν ποινῶν καὶ ἀναθεμάτων, πρὸ δηλαδὴ εἰδικῆς κρίσεως ὑπὸ ἁρμοδίου Συνοδικοῦ
᾿Οργάνου, θὰ ἐσήμαινε, λόγου χάριν, ὅτι κακῶς συνεκαλοῦντο αἱ ποικίλαι Σύνοδοι μέχρι τοῦδε πρὸς καταδίκην αἱρετικῶν
καὶ σχισματικῶν, ἐφ᾿ ὅσον ἅπαντες αὐτοὶ θὰ ἦσαν ἤδη αὐτομάτως ἀποκεκομμένοι καὶ ἐκτὸς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ,
βάσει τοῦ ᾿Αποστολικοῦ ἀναθέματος: «εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» 46 · περαιτέρω δέ, θὰ
ἐσήμαινεν, ὅτι κατ᾿ οὐσίαν ἅπαντες οἱ κατὰ τὰ ἄλλα ὄντως ᾿Ορθόδοξοι εἰς τὸ φρόνημα Χριστιανοὶ εἶναι ἤδη ἀποκεκομμένοι
τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ παραδεδομένοι τῷ σατανᾷ, βάσει τοῦ ἑτέρου ᾿Αποστολικοῦ ἀναθέματος: «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν
Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» 47 .
ϛ. ῎Αλλωστε, ἡ τοιαύτη ἄποψις, ὅτι αἱ Σύνοδοι τοῦ ΙϚʹ αἰῶνος «ἀπέκοψαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας τοὺς δεχθησομένους»
ἐν τῷ μέλλοντι τὴν Καινοτομίαν, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι παράλογος καθ᾿ ἑαυτήν, ἀποδεικνύει καὶ παραλόγους τοὺς δεχθέντας καὶ
ὑπογράψαντας ταύτην, διὰ τὸν ἑξῆς ἁπλούστατον λόγον: ἐὰν ὄντως, ἅμα τῇ Μεταρρυθμίσει τοῦ 1924, εἶχον ἀποκοπῇ
αὐτομάτως τοῦ Σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας ἅπαντες ἀδιακρίτως οἱ ἀποδεχθέντες ταύτην, βεβαίως δὲ καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτοῖς,
τότε θὰ ἐστερεῖτο παντελῶς νοήματος ἡ κήρυξις μετὰ ἀπὸ 74 ἔτη ἀναθέματος ἐναντίον αὐτῶν καὶ τῶν μετέπειτα Οἰκου-
μενιστῶν, ἐφ᾿ ὅσον ὡς γνωστόν, ἡ ᾿Εκκλησία δὲν κρίνει τοὺς ἐκτὸς Αὐτῆς, κατὰ τὸν ᾿Απόστολον Παῦλον 48 , τὸν ὁποῖον
διερμηνεύει ἄριστα ὁ ῞Αγιος Θεοφύλακτος: «οὐδείς μοι, φησὶν [ὁ Παῦλος ], λόγος πρὸς τοὺς ἔξω»· «περιττὸν οὖν τὰ
προστάγματα τοῦ Θεοῦ τιθέναι τοῖς ἔξω τῆς Χριστοῦ αὐλῆς· ὅσα γὰρ ὁ νόμος λαλεῖ, τοῖς ἐν νόμῳ λαλεῖ» 49 .

                    Το φρόνημα των Γ.Ο.Χ παρεμενη αδιάλακτα ἰδιο ( υφήστατε σχήσμα )
             Ὁμιλία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Καλλινίκου 
                  στόν Συνοδικό Ἑορτασμό τῶν Ἁγίων Θεοφανείων 2023 παρακάτω σελ.2 αναφορά


2. Μ. Βασιλείου, PG τ. 32, στλ. 937C- 938Α (᾿Επιστολὴ ΣΝΑʹ, ½Εὐαισηνοῖς╗, §
δʹ, E.C.II) .
_ Βλ. ἐνδεικτικῶς καὶ τὰς ᾿Επιστολὰς τοῦ Αὐτοῦ: ΠΒʹ, ✠Αʹ, ✠Βʹ, ΡΙΓʹ,
ΣΔʹ, ΣΜΒʹ, ΣΜΓʹ καὶ ΣΝΑʹ.
_ Βλ. ἐπίσης ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1288Α (᾿Επιστολὴ
ΞΕʹ, ½Ναυκρατίῳ τέκνῳ╗, E.L.II ).
3. ῾Αγίου ᾿Ιγνατίου, PG τ. 5, στλ. 713Β (½Σμυρναίοις╗, VIII, 2) .
4. Πρβλ. Αʹ Κορινθ. αʹ 2 καὶ Βʹ Κορινθ. αʹ 1, ῾Αγίου Κλήμεντος Ρώμης, PG τ. 1,
στλ. 201Β-204Α (½᾿Επιστολὴ πρὸς Κορινθίους Αʹ», κεφ. Αʹ) .
5. Γαλ. αʹ 8 καὶ 9.
6. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 948 (½Περὶ τοῦ μὴ ἀναθεματίζειν ζῶντας ἢ
τεθνηκότας╗, § γʹ) .
_ Βλ. καὶ ῾Ι. Πηδάλιον, σελ. 397, ὑποσ. (Προλεγόμενα περὶ τῆς ἐν Γάγγρᾳ
Τοπικῆς Συνόδου) .
7. ᾿Αββᾶ Βαρσανουφίου καὶ ᾿Ιωάννου, Βίβλος Ψυχωφελεστάτη, ºº ψ ʹ, ψα ʹ καὶ
ψβ ʹ, ἔκδοσις Σ. Σχοινᾶ, σελ. 320β-321α, ἐν Βόλῳ 1960.
_ Βλ. καὶ ῾Ι. Πηδάλιον, αὐτόθι.
8. Ζʹ ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 13, στλ. 380Β / Σ.Μ.Π.Σ., τ. Βʹ,
σελ. 874β (Πρᾶξις Ζʹ ʹ) .
9. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 948 καὶ 949 (ἔνθ᾿ ἀνωτ., § γʹ).
_ Βλ. καὶ ῾Ι. Πηδάλιον, σελ. 397, ὑποσ.
10. ῾Αγίου Ταρασίου, Mansi τ. 12, στλ. 987C / Σ.Μ.Π.Σ., τ. Βʹ, σελ. 724α
(«᾿Απολογητικός╗).
_ Βλ. καὶ ῾Ι. Πηδάλιον, αὐτόθι.
11. Αʹ Κορινθ. ιϚʹ 22.
12. Θεοδωρήτου Κύρου, PG τ. 82, στλ. 373Β.
13. ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1089Α (᾿Επιστολὴ Ϛʹ,
½Πρεσβυτέρῳ ὑπογράψαντι╗, E.L.II).
14. ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1089Α (᾿Επιστολὴ ΜΘʹ,
<<Ναυκρατίῳ τέκνῳ>>) · καὶ στλ. 1076C (᾿Επιστολὴ ΜΗʹ, ½᾿Αθανασίῳ τέκνῳ╗,
E.L.I) .
15. ῾Ο ῞Αγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, ἑρμηνεύων τὸ ᾿Αποστολικόν, ½εἴ τις
οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα╗ (Αʹ Κορινθ. ιϛʹ
22) , ἐπισημαίνει τὸν παιδαγωγικὸν φόβον τοῦ ἀναθέματος: ½Τῷ ἑνὶ λόγῳ
τούτῳ πάντας ἐφόβησε╗ τοὺς ἁμαρτάνοντας, ½καὶ πάντας ἁπλῶς τοὺς παρ᾿
αὐτοῖς [τοῖς Κορινθίοις ] ἔξω τῆς αὐτοῦ διδασκαλίας καὶ παραδόσεως
διάγοντας· οἱ γὰρ τοιοῦτοι πάντες οὐ φιλοῦσι τὸν Κύριον╗ (PG τ. 124, στλ.
793Α) .
16. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 948 (ἔνθ᾿ ἀνωτ., § γʹ) · Αʹ Κορινθ. ιϛʹ 22·
Γαλ. αʹ 8 καὶ 9.
17. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 952 (ἔνθ᾿ ἀνωτ., § δʹ).
_ Βλ. καὶ ῾Ι. Πηδάλιον, σελ. 397, ὑποσ., ἔνθ᾿ ἀνωτ.
18. ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1088Β (᾿Επιστολὴ ΜΘʹ,
<<Ναυκρατίῳ τέκνῳ>>, E.L.I ) .
᾿Ενημερωτικὸν Γράμμα / σελ. 25
19. Πρβλ. ᾿Αββᾶ Βαρσανουφίου καὶ ᾿Ιωάννου, Βίβλος ψυχωφελεστάτη, º ψβ ʹ,
ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 321α.
20. Αʹ Τιμ. αʹ 10· Βʹ Τιμ. δʹ 3· Τίτ. αʹ 9, βʹ 1.
21. ῾Ι. Πηδάλιον, σελ. 53, ὑποσ.· ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, ῾Ερμηνεία εἰς
τὰς ῾Επτὰ Καθολικὰς ᾿Επιστολάς, εἰς τὸ Αʹ ᾿Ιωάν. γʹ 1, ὑποσημ.
_ Διὰ τὸν Μ. Βασίλειον, ½ὑποσιγῶντα τοῦ Πνεύματος τὴν θεότητα╗
καὶ <<οἰκονομοῦντα ἐν κρίσει τοὺς λόγους αὐτοῦ>>, ἀλλὰ καὶ γενικώτερον
διὰ τὰς ποικίλας <<οἰκονομίας>> τῶν ῾Αγίων Πατέρων, βλ. Μ.Φωτίου, PG τ.
102, στλ. 357BC-360Α, ὡς καὶ στλ. 344Β-360Α, στλ. 809BC - 816Α.
(<<Λόγος περὶ τῆς τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας>>, §§ οζʹ, ξϛʹ-οζʹ,
᾿Επιστολὴ ΚΔʹ, <<Τῷ Μητροπολίτῃ ᾿Ακυλείας>>, § ιϛʹ-κβʹ, E.L.I ) .
_ Βλ. ἐπίσης διὰ τὴν σχετικὴν τακτικὴν τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τὰς
κατηγορίας ἐναντίον αὐτοῦ: ῾Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, PG τ. 36, στλ.
585C - 589C.
(Λόγος ΜΓʹ, <<᾿Επιτάφιος εἰς Βασίλειον>>, §§ 68-69 · τοῦ Αὐτοῦ, PG τ. 37,
στλ. 113Α-117Β, ᾿Επιστολὴ ΝΗʹ, <<Βασιλείῳ>>) .
22. Π. Κ. Χρήστου, <<Εἰσαγωγικὰ>> εἰς τὰς ᾿Επιστολὰς τοῦ Μ. Βασιλείου,
<<Ε.Π.Ε.>>, τ. 1, σελ. 37, Θεσσαλονίκη 1972.
_ Βλ. ἐπίσης εὐρύτερον διὰ τὴν τακτικὴν τοῦ Μ. Βασιλείου τὴν §
½Θεολογικὴ καὶ ᾿Εκκλησιαστικὴ Διδασκαλία╗ (αὐτόθι, σελ. 34 ἑ.) .
23. Μ. Βασιλείου, PG τ. 32, στλ. 528Α (᾿Επιστολὴ ΡΙΓʹ, ½Τοῖς ἐν Ταρσῷ
πρεσβυτέροις╗ , E.C.II ) .

24. ῾Αγίου Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, PG τ. 77, στλ. 320Β (᾿Επιστολὴ ΝϚʹ, <<Πρὸς
Πρεσβύτερον καὶ ᾿Αρχιμανδρίτην Γεννάδιον>>) .
25. ῾Αγίου Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, PG τ. 77, στλ. 220D-221Α (᾿Επιστολὴ
ΜΓʹ, ½Πρὸς Ροῦφον ᾿Επίσκοπον Θεσσαλονίκης╗) .
26. ῾Αγίου Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, PG τ. 77, στλ. 321C (᾿Επιστολὴ ΝΗʹ, <<Πρὸς
Διάκονον ᾿Αντιοχείας Μάξιμον>>) .
27. ῾Αγίου Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, PG τ. 77, στλ. 321Α (᾿Επιστολὴ ΝΖʹ, <<Πρὸς
Διάκονον ᾿Αντιοχείας Μάξιμον>>) .
28. ῾Αγίου Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, PG τ. 77, στλ. 321CD (᾿Επιστολὴ ΝΗʹ, ἔνθ᾿
ἀνωτ.) .
29. Βʹ Τιμοθ. βʹ 25 -26.
30. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 949 καὶ 950 (ἔνθ᾿ ἀνωτ., §§ γʹ καὶ δʹ) .
31. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 947 (ἔνθ᾿ ἀνωτ., § αʹ) · Αʹ Τιμοθ. αʹ 7.
32. ½Καταστατικοῦ Χάρτου/Κανονισμοῦ╗, ῎Αρθρον 1, §§ α, β, γ.
33. Πρωτοδευτέρας ῾Αγίας Συνόδου, ῾Ιερὸς Κανὼν ΙΕʹ.
34. Βαλσαμῶνος, PG τ. 137, στλ. 1068D.
35. Ζʹ ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 12, στλ. 1118Ε / Σ.Μ.Π.Σ., τ. Βʹ,
σελ. 758β (Πρᾶξις Γʹ) .
36. Ζʹ ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 12, στλ. 1126Β / Σ.Μ.Π.Σ., τ. Βʹ,
σελ. 760β (Πρᾶξις Γʹ) .
37. <<Καταστατικοῦ Χάρτου/Κανονισμοῦ>>, ῎Αρθρον 1, §§ ε καὶ β.
38. Πρβλ. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 948 καὶ 952 (ἔνθ᾿ ἀνωτ.) .
39. Πράξ. αʹ 14.
40. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 947 (ἔνθ᾿ ἀνωτ., § αʹ) .
41. Ζʹ ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 13, στλ. 208C / Σ.Μ.Π.Σ., τ. Βʹ,
σελ. 826β (Πρᾶξις Ϛʹ) · Mansi τ. 13, στλ. 293D / Σ.Μ.Π.Σ., τ. Βʹ, σελ. 851α
(Πρᾶξις Ϛʹ) .
42. Μ. Π. Γεωργίου Τσέτση, Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ Οἰκουμένη..., σελ. 47-
51, ἐκδόσεις <<Τέρτιος>> Κατερίνη 1988.
43. Μ. Π. Γεωργίου Τσέτση, αὐτόθι, σελ. 57.
44. Θεοδωρήτου Μοναχοῦ ῾Αγιορείτου (νῦν ῾Ιερομονάχου) , Τὸ ῾Ημερολογιακὸν
Σχίσμα: Δυνάμει ἢ ᾿Ενεργείᾳ; ῞Αγιον ῎Ορος - ᾿Αθῆναι 1973, σελ. 22-29
(᾿Επιστολὴ ἀπὸ 9.11.1937 τοῦ πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου πρὸς τὸν
᾿Επίσκοπον Κυκλάδων Γερμανόν) .
45. ῾Ι. Πηδάλιον, σελ. 4-5, ὑποσ. 2 καὶ σελ. ιθʹ, ὑποσ. 3, § ιʹ.
46. Γαλ. αʹ 8 καὶ 9.
47. Αʹ Κορινθ. ιϛʹ 22.
_ ῾Ο ῞Οσιος Νικόδημος ῾Αγιορείτης, σχολιάζων τὸ παρὸν χωρίον, λέγει
χαρακτηριστικῶς: <<᾿Εγὼ δὲ ταῦτα γράφων, ἄλλο δὲν δύναμαι νὰ εἰπῶ,
πάρεξ, οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς τοὺς τωρινοὺς Χριστιανούς! Διὰ τὶ
καὶ ἡμεῖς, ἐπειδὴ δὲν ἀγαπῶμεν ἐν ἀληθείᾳ τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο
εἴμεθα ἄξιοι τοῦ ἀναθέματος τούτου, ὁποῦ λέγει ἐδῶ ὁ Παῦλος· καὶ
ἀκολούθως, εἴμεθα ἄξιοι νὰ χωρισθῶμεν καὶ νὰ ἀφορισθῶμεν ἀπὸ τὴν
᾿Εκκλησίαν>> (῾Ερμηνεία ᾿Επιστολῶν, τ. Αʹ, σελ. 400-401, ὑποσ., ῾Ενετίησιν
1819).
_ Σχόλιον: <<εἴμεθα ἄξιοι>>, τ.ἔ. <<δὲν εἴμεθα ἤδη>>, ἀλλὰ <<εὑρισκόμεθα
ὑπό>>, <<εἴμεθα δυνάμει, ὄχι ἐνεργείᾳ>>.
48. Αʹ Κορινθ. εʹ 12-13.
49. ῾Αγίου Θεοφυλάκτου, PG τ. 124, στλ. 628ΑΒ.